- φρεμόντια
- και φρεμοντία, η, Νβοτ. φυλλοβόλος θάμνος καλλιεργούμενος ως καλλωπιστικό φυτό, αλλ. φρεμοντόδενδρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fremontia, από το όν. τού Αμερικανού εξερευνητή John Fremont].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρεμοντόδενδρο — το, Ν βοτ. η φρεμόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. fremontodendron < fremontia (βλ. φρεμόντια) + δένδρο] … Dictionary of Greek